«Στο Θεό» τα ενοίκια - Ανάρπαστα τα στεγαστικά δάνεια - Σε πολιτικό ζήτημα εξελίσσεται το στεγαστικό πρόβλημα

Σε σοβαρό πρόβλημα για πολύ «δυνατούς λύτες» εξελίσσεται το στεγαστικό πρόβλημα στη χώρα. Μάλιστα, αντί να βελτιώνεται η κατάσταση έστω και λίγο, αυτή επιδεινώνεται με τις τιμές να εξακολουθούν να αυξάνονται, τα διαθέσιμα σπίτια να μειώνονται και τα εισοδήματα των πολιτών να μένουν καθηλωμένα στην καλύτερη περίπτωση. Οι όποιες κυβερνητικές παρεμβάσεις αποδείχθηκαν σχεδόν αμέσως αναποτελεσματικές, με αποτέλεσμα ο «πολιτικός πονοκέφαλος» να αυξάνεται. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι αργά ή γρήγορα το στεγαστικό θα ρίχνει κυβερνήσεις.
Παράλληλα, οι όποιες δραστικές λύσεις χρειάζονται πολύ χρόνο για να αποδώσουν, τον οποίο όμως δεν διαθέτουν οι πολίτες που δεν έχουν «ένα κεραμίδι» δικό τους.
Μοναδική λύση για όσους έχουν ένα κάπως ικανοποιητικό οικογενειακό εισόδημα είναι πάλι τα στεγαστικά δάνεια, τα οποία όμως αυξάνουν υπέρμετρα το δανεισμό των νοικοκυριών.
Αυξήθηκε η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια το πρώτο τρίμηνο του έτους
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος η ζήτηση για τα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκε λόγω της έναρξης του Κρατικού Προγράμματος «ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΙΙ» με στόχο τη στήριξη νέων δανειοληπτών με γενικά ευνοϊκότερους όρους και τελική τιμολόγηση προς αυτούς, ενώ η ζήτηση για τα καταναλωτικά δάνεια παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη, για το Α΄ τρίμηνο του 2025
Κατά το Β΄ τρίμηνο του 2025, η ζήτηση για στεγαστικά και για καταναλωτικά δάνεια αναμένεται να παραμείνει αμετάβλητη.
Όσον αφορά στα επιχειρηματικά δάνεια, η ζήτηση στο πρώτο τρίμηνο του έτους παρέμεινε αμετάβλητη.
Σύμφωνα με την έρευνα τραπεζικών χορηγήσεων της ΤτΕ, τα κριτήρια χορήγησης δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) παρέμειναν αμετάβλητα σε σχέση με το δ΄ τρίμηνο του 2024, εξέλιξη σύμφωνη με τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί στην έρευνα του προηγούμενου τριμήνου.
Επιπλέον, οι Τράπεζες εκτιμούν ότι τα κριτήρια θα παραμείνουν αμετάβλητα και κατά τη διάρκεια του Β΄ τριμήνου του 2025.
Οι συνολικοί όροι χορήγησης δανείων προς τις ΜΧΕ έγιναν πιο χαλαροί σε σχέση με το Δ΄ τρίμηνο του 2024, καθώς η βελτίωση της ρευστότητας των Τραπεζών, οι πιέσεις από τον ανταγωνισμό και η φερεγγυότητα των δανειοληπτών, συνέβαλαν στη μείωση του περιθωρίου των Τραπεζών, κυρίως για τα συνήθη δάνεια.
Κατά το Α΄ τρίμηνο του 2025, η συνολική ζήτηση δανείων από τις ΜΧΕ παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη.
Για το Β΄ τρίμηνο του 2025, οι Τράπεζες εκτιμούν ότι η συνολική ζήτηση από τις ΜΧΕ θα παραμείνει επίσης σχεδόν αμετάβλητη, παρόλο που η ζήτηση δανείων από τις μεγάλες επιχειρήσεις αναμένεται να αυξηθεί.
Έρευνα της Alpha Bank περιγράφει δραματικά τις συνθήκες στεγαστικής κρίσης
Η στεγαστική κρίση έχει μετατρέψει το όνειρο της απόκτησης κύριας κατοικίας σε άπιαστο σχεδόν για τους μισούς Έλληνες. Η επιδείνωση μάλιστα του προβλήματος είναι τέτοια ώστε ακόμα και αυτοί που ζουν στο ενοίκιο «στριμώχνονται» για να το καταβάλλουν.
Το ζήτημα εξέτασε νέα οικονομική μελέτη της Alpha Bank, καθώς η υψηλότερη ταχύτητα με την οποία κινούνται οι τιμές των ακινήτων σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αντανακλά την επιδείνωση των συνθηκών απόκτησης προσιτής κατοικίας στη χώρα μας.
Η μελέτη εξετάζει σε βάθος το πρόβλημα της προσιτής στέγασης στην Ελλάδα, μέσα από κοινωνική, οικονομική και ιστορική σκοπιά.
Η κατοικία, εκτός από βασικό κοινωνικό αγαθό, αποτέλεσε στην Ελλάδα βασικό μέσο αποταμίευσης και επένδυσης για τα νοικοκυριά, λόγω της μακροχρόνιας έλλειψης άλλων επενδυτικών επιλογών και των συχνών κρίσεων
Στέγαση: Το ιστορικό και οι εξελίξεις
Η ελληνική στεγαστική πολιτική στηρίχθηκε μεταπολεμικά κυρίως στην ιδιωτική πρωτοβουλία, μέσω αντιπαροχής και οικογενειακής βοήθειας, χωρίς εκτεταμένη κρατική παρέμβαση.
Από το 1994 και ιδίως μετά την είσοδο στην Ευρωζώνη (2001), ο ενυπόθηκος δανεισμός άρχισε να υποκαθιστά τις αποταμιεύσεις, συμβάλλοντας στην αύξηση της ζήτησης για κατοικίες.
Η τάση αυτή ενισχύθηκε έως την κρίση του 2008, οπότε και ο δανεισμός περιορίστηκε δραστικά.
Ζήτηση Κατοικιών: Παράγοντες και δυναμική
- Αύξηση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ): Οι επενδύσεις σε ακίνητα έφτασαν τα 2,8 δισ. ευρώ το 2024, επηρεάζοντας κυρίως περιοχές υψηλής ζήτησης.
- Οικονομία διαμοιρασμού (Airbnb): Ενίσχυσε τη ζήτηση για κατοικίες προς επένδυση, περιορίζοντας τη διαθεσιμότητα προς μακροχρόνια μίσθωση.
- Τηλεργασία & αλλαγή προτιμήσεων: Αυξήθηκε η ζήτηση για μεγαλύτερους χώρους και σπίτια εκτός κέντρου, ιδιαίτερα από νέους και οικογένειες.
- Πολιτισμική προτίμηση για ιδιοκατοίκηση: Παρά τις δυσκολίες, το 74% των Ελλήνων θεωρεί την αγορά κατοικίας καλή επένδυση, ενώ μόνο το 25% προτιμά την ενοικίαση ως πιο ευέλικτη λύση.
Η έρευνα πεδίου της QED για λογαριασμό της Αlpha Bank δείχνει ότι το 12% των Ελλήνων σχεδιάζει αγορά κατοικίας τα επόμενα δύο χρόνια. Οι περισσότεροι ενδιαφέρονται για κύρια κατοικία και μόλις το 12% στοχεύει σε επενδυτικό ακίνητο.
Ωστόσο, το 54% θεωρεί την αγορά μη εφικτή και το 70% δηλώνει ότι τα ενοίκια δεν είναι προσιτά σε σχέση με τους μισθούς.
Προσφορά Κατοικιών: Δομικά προβλήματα και εξελίξεις
- Γήρανση του αποθέματος: Το 64% των κατοικιών είναι άνω των 30 ετών. Η ανακαίνιση είναι συχνά οικονομικά ανέφικτη ή καθυστερεί.
- Υψηλό κόστος κατασκευής: Η αύξηση των τιμών υλικών και ενέργειας (ιδίως το 2022) αύξησε το συνολικό κόστος ανέγερσης νέων κατοικιών.
- Περιορισμένη κατασκευαστική δραστηριότητα (2010-2020): Η κρίση μείωσε δραστικά τις νέες οικοδομές. Αν και οι οικοδομικές άδειες αυξάνονται από το 2016, η προσφορά δεν επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση.
- Βραχυχρόνιες μισθώσεις: Πολλές κατοικίες αποσύρονται από τη μακροχρόνια ενοικίαση, ιδίως σε τουριστικές περιοχές όπως το Νότιο Αιγαίο και η Κρήτη, οδηγώντας σε αύξηση των ενοικίων.
- Κενές κατοικίες: Υπάρχουν περίπου 794.000 κενές κατοικίες στην Ελλάδα, κυρίως σε αστικά κέντρα. Η αξιοποίησή τους αποτελεί πιθανή λύση στο πρόβλημα προσφοράς.
«Ψαλίδα» μεταξύ εισοδημάτων και τιμών κατοικίας
Η ανάλυση δείχνει ότι οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό από τα εισοδήματα, καθιστώντας την κατοικία όλο και λιγότερο προσιτή:
- +13,9% αύξηση τιμών κατοικιών το 2023, και +8,7% το 2024, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.
- Το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε με βραδύτερο ρυθμό: 8,1% το 2023 και 5,6% το 2024.
- Ο δείκτης τιμής κατοικίας προς εισόδημα παραμένει πάνω από το μακροχρόνιο μέσο όρο, υποδεικνύοντας αυξανόμενες πιέσεις στην προσβασιμότητα.
Στεγαστική επιβάρυνση: Ένα αυξανόμενο βάρος
Η οικονομική επιβάρυνση των νοικοκυριών για τη στέγαση είναι πλέον εμφανής:
- 42% των νοικοκυριών με στεγαστικό δάνειο δαπανά πάνω από το 30% του μηνιαίου εισοδήματός του για τη δόση του δανείου.
- 52% των ενοικιαστών δηλώνει ότι πληρώνει πάνω από το 30% του εισοδήματός του για το ενοίκιό του.
- Η επιβάρυνση φτάνει σχεδόν στο 60% για όσους έχουν διαθέσιμο εισόδημα κάτω των €1.450.
Έρευνα πεδίου: Η φωνή των πολιτών – Ανησυχία και περιορισμένες επιλογές
Με βάση την έρευνα της QED για την Αlpha Bank:
- 54% θεωρεί την αγορά κατοικίας σήμερα ανέφικτη, 39% δύσκολα εφικτή.
- 68% πιστεύει ότι τα ενοίκια δεν είναι προσιτά με βάση τους σημερινούς μισθούς.
- 60% αναμένει περαιτέρω αύξηση των ενοικίων και των τιμών κατοικιών μέσα στην επόμενη πενταετία.
Παρά τις δυσκολίες, η ιδιοκατοίκηση παραμένει βασική επιθυμία για τους Έλληνες: το 74% τη βλέπει ως επένδυση ζωής. Ωστόσο, η μετάβαση στη δική τους κατοικία καθυστερεί -ο μέσος όρος αποχώρησης από τη γονική στέγη είναι τα 35 έτη.
Κρατικές Πολιτικές και Μέτρα
Η ελληνική στεγαστική πολιτική, επί δεκαετίες περιορισμένη και αποσπασματική, βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο των κυβερνητικών παρεμβάσεων:
- Το Πρόγραμμα «Σπίτι μου» επανεκκινήθηκε το 2025 με νέους όρους.
- Το «Ανακαινίζω – Ενοικιάζω» προωθεί την αξιοποίηση του παλιού κτιριακού αποθέματος.
- Νέα φορολογικά κίνητρα δρομολογούνται για όσους αποσύρουν ακίνητα από τη βραχυχρόνια μίσθωση.
- Ένα νέο πρόγραμμα κοινωνικής αντιπαροχής, με συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, είναι σε εξέλιξη
Συμπεράσματα
Η έλλειψη ισορροπίας μεταξύ αυξημένης ζήτησης και περιορισμένης προσφοράς έχει οδηγήσει σε σημαντική επιδείνωση της προσιτότητας στέγασης στην Ελλάδα.
Μεγάλο μέρος των πολιτών δυσκολεύεται να αγοράσει ή να νοικιάσει σπίτι χωρίς να διαθέτει δυσανάλογο μέρος του εισοδήματός του.
Η αντιμετώπιση απαιτεί συνδυασμένες παρεμβάσεις στην προσφορά, την αναβάθμιση του αποθέματος και στοχευμένες κοινωνικές πολιτικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου